Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Η Αργείτισσα Ελένη




















Η θεόμορφη Ελένη
Κορυφαίες μορφές θνητών γυναικών στα έργα του μεγάλου ραψωδού η θεόμορφη Ελένη, που το φωτοστέφανο της ομορφιάς και της φυσικής ευγένειας την προφυλάσσει από κάθε μικροπρέπεια, ακόμη και όταν βρίσκεται μέσα στην αναταραχή του πάθους· ακόμη και όταν απολαμβάνει την ηρεμία του ξανακερδισμένου σπιτικού της. Και η Ανδρομάχη, η ακριβή «παράκοιτις», που στέκεται εκστατική από θαυμασμό και ανησυχία για τον λατρευτό της ήρωα και σύνευνο, τον Έκτορα. Η Εκάβη, η πονεμένη μάνα και τραγική ηρωίδα, κορυφαία του ανήσυχου συλλογικού χορού των γυναικών της Τροίας στις δύσκολες ώρες της πόλης τους, καθώς αγωνιούν για τους άνδρες, που υπερασπίζονται το ιερό Ίλιον. Η Πηνελόπη, σύμβολο της συζυγικής πίστης, που ζει με την ανάμνηση και την ελπίδα, πανούργα, ευαίσθητη, υπομονετική και σταθερή, ενστικτωδώς δύσπιστη, μπροστά στη διαβλεπόμενη ευτυχία που τελικά είναι γραμμένο να ξαναβρεί.
Στα ομηρικά έπη βέβαιο είναι ότι η επίθεση των Αχαιών στην Τρωάδα ξεκινά από την αρπαγή της πολυθρύλητης Ελένης κι όχι για την «απλή επιθυμία των τριών ή τεσσάρων Αχαιών μοναρχών να ξεπεράσουν την οικονομική δυσπραγία». Άλλωστε ο λόγος του Έκτορα στη ραψωδία Γ της Ιλιάδας, που κατακλύζεται από την παρουσία της κόρης του Δία Ελένης και τις ομολογίες της, είναι ολοκάθαρος. Ο πόλεμος αιτία έχει την αρπαγή της ωραίας γυναίκας που ήταν «νυός», σύζυγος, του αδελφού του, του παγκαλόμορφου Πάρη.
Αναντίρρητα συμπαθέστατη, παρά το αμάρτημά της, παρουσιάζει ο Όμηρος την Ελένη στην Ιλιάδα, όπου ο χαρακτήρας της σκιαγραφείται ήπιος, απλός, ειλικρινής. Καρτερικά υφίσταται τις ταπεινότερες εκφράσεις από τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες και δέχεται με σεβασμό την αυστηρή συμπεριφορά και τους ψυχρούς τρόπους της πεθεράς της, ενώ τρέφει συγκινητική ευγνωμοσύνη προς τον Έκτορα και τον Πρίαμο για τη λεπτότητα και την ευγένεια, με την οποία της φέρονται.
Στη σκηνή της «τειχοσκοπίας», επάνω από τις Σκαιές Πύλες, ο Όμηρος δίνει την πιο τρανή απόδειξη της καλλονής της, όταν οι γέροντες Τρώες γύρω από τον Πρίαμο παρακολουθούν τη μονομαχία του Μενέλαου και του Πάρη, με τη περίφημη φράση του Πρίαμου όταν την αντίκρυσε:
«Ας μη κατηγορούν τους Τρώες και τους Αχαιούς με τα γοργά πόδια,
που πολύ καιρό βασανίζονται για μια τέτοια γυναίκα
ολόιδια είναι η όψη της με αθάνατης θεάς»
Γ 156-158 λέει, περιγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά της Ελένης, αφού πουθενά στα ομηρικά κείμενα δεν αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της.
Καθώς η Ελένη παρακολουθεί τη μονομαχία κάτω, η ψυχή της πλημμυρίζει νοσταλγία και πόνο για την πατρίδα και τους δικούς της. Χωρίς να δηλώνει μεταμέλεια για το σφάλμα της, χωρίς να αρνείται την ελεύθερη βούλησή της, αυτοκατακρίνεται με έλεγχο συνείδησης δριμύ κι εκφράζεται με περιφρόνηση για τον ευατό της.
Γεμάτοι ντροπή κι εκδίκηση, μα και ειρωνεία είναι οι λόγοι της για τη δειλία και την ήττα του ριψάσπιδα Πάρη, που τον άρπαξε η Αφροδίτη, για να τον σώσει και τώρα βρίσκεται στον οίκο τους.
«Καλώς μας ήλθες από τον πόλεμο! Μακάρι ο ψυχωμένος
άντρας κει πέρα να σε σκότωνε, που πρώτο μου ήταν ταίρι».
Γ 428-429
Συνεχίζοντας, τον κατηγορεί για έλλειψη γενναιότητας, για ανεύθυνη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών του απέναντι σε ένα λαό που δεν έφταιξε σε τίποτε και εκείνος τον παρέσυρε σε τόσο θλιβερή περιπέτεια. Γι’ αυτό, όταν ο Έκτορας την επισκέπτεται στα αρχοντικά της δώματα, για να ζητήσει τη συνδρομή της να πείσει τον Πάρη να γυρίσει στο πεδίο της μάχης, εκείνη πρόθυμα συμμαχεί μαζί του. Γιατί, μαζί με την Αφροδίτη, που υπηρετεί, και την προστάτιδα όλων των περιλάλητων έργων, την Εργάνη Αθηνά, επιδιώκει «να ’ναι άντρα αντρειωμένου» γυναίκα, για να μη ντρέπεται για την πολεμική συμπεριφορά του.

Στον θρήνο της για τον χαμό του Έκτορα η Ελένη εκφράζεται με συγκινητική τρυφερότητα για τον «δάερ εμείο», τον αδελφό του άνδρα της, που πάντα στοργικός ήταν μαζί της, και μετά τον σκοτωμό του Πάρη, ακόμη και όταν δέχεται κοντά της τον καινούργιο, τρίτο σύνευνό της, τον αδελφό του, τον επίσης «θεοείκελο», θεόμορφο, Δηίφοβο και εξακολουθεί να παραμένει στα ανάκτορα του Πριάμου.

Σε πολύ διαφορετικά πλαίσια είναι τοποθετημένη η παρουσία της Ελένης στην Οδύσσεια. Χωρίς καμία επιτηδευμένη ντροπαλότητα, χωρίς καμιά προσποιητή μεταμέλεια, εμφανίζεται στα ανάκτορα της Σπάρτης μαζί με τον Μενέλαο με φυσικότητα και απλότητα, χωρίς προλόγους και σχετική προετοιμασία, αρχοντική και πανέμορφη, όμοια με τη δροσερή Άρτεμη παρά τους τόσους χρόνους που διάβηκαν. Καθισμένη στη μακριά βασιλική της καρέκλα με την «αργυράν ηλακάτην και την χρυσήν άτρακτον», όπως κάθε αξιοπρεπής οικοδέσποινα και βασίλισσα, καλοδέχεται τους ξένους της, τον Τηλέμαχο, που ήρθε να πάρει πληροφορίες για τον πατέρα του και τον Πεισίστρατο, τον γιο του Νέστορα.

Κατά τη λαμπρή φιλοξενία των ξένων από τον Μενέλαο στα ανάκτορα της Σπάρτης, οι δύο οικοδεσπότες στέλνουν τη σκέψη τους πίσω στον καιρό της πολιορκίας της Τροίας, όταν ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος σε ψωμοζήτη ζητιάνο, τρυπώνει στο κάστρο του Πριάμου και μολονότι η Ελένη τον αναγνωρίζει, δεν τον φανερώνει, παρότι έχει σκοτώσει πλήθος Τρώες.

Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση περνά ο Μενέλαος στο εκπληκτικό τέχνασμα του Οδυσσέα, στον Δούρειο Ίππο, όπου όλοι οι Αχαιοί κάθονται σιωπηλοί όταν η Ελένη τρεις φορές κυκλογύρισε ψηλαφώντας, και καλούσε με το όνομά τους, μιμούμενη τη φωνή των γυναικών τους τους πρώτους από τους Δαναούς. Και τότε όλοι συγκινημένοι ήθελαν να απαντήσουν, μα ο Οδυσσέας, τους έκλεινε σφικτά με τα γερά του χέρια το στόμα, ωσότου η Παλλάδα έδιωξε την Ελένη.

Το τέλος της Ελένης δεν αναφέρεται πουθενά από τον μεγάλο αοιδό. Από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Ορέστης» γίνεται γνωστό ότι ο Ορέστης κυνηγημένος από τις Ερινύες, αποφασίζει να τη σκοτώσει. Δεν προλαβαίνει όμως, γιατί οι θεοί υφάρπαξαν την Τυνδαρίδα, που αθάνατη θα ζει δίπλα στους αδελφούς της, Κάστορα και Πολυδεύκη, και θα φωτίζει τους ναυτιλλομένους.

Οι γυναίκες των Ομηρικών Επών


1 σχόλιο:

Εδώ Ομηρούπολη Ονειρούπολη