Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Ιστορίες Δένδρων

Ραψωδία Ω
rap_omega.gif (86808 bytes)

Ο Οδυσσέας φτάνει στο κτήμα του πατέρα του Λαέρτη.
Συνάντηση του Οδυσσέα με τον πατέρα του Λαέρτη και η συμφιλίωση του με τους συγγενείς των μνηστήρων
ΥΠΟΘΕΣΗ
Την άλλη μέρα το πρωί ο Οδυσσέας μαζί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό πηγαίνει να δει τον πατέρα του Λαέρτη που ζει σ’ ένα κτήμα, έξω από την πόλη. Εκεί τον βρίσκουν να σκαλίζει ένα φυτό και ο Οδυσσέας του φανερώνεται. Ο Λαέρτης ζητά μια χειροπιαστή απόδειξη που θα μπορούσε να τον βεβαιώσει και ο Οδυσσέας του δείχνει την ουλή που είχε από το χανλιόδοντα ενός κάπρου. Του δείχνει ακόμη τα δέντρα του κήπου που του χάρισε, όταν ήταν παιδί. Τότε ο Λαέρτης καταλαβαίνει πως ο γιος του γύρισε όλοι μαζί πηγαίνουν στο σπίτι του και γιορτάζουν. Στο μεταξύ τα νέα για τη σφαγή των μνηστήρων έχουν διαδοθεί και οι φίλοι τους εξοπλίζονται για να πάρουν εκδίκηση από τον Οδυσσέα. Η Αθηνά μιλάει στον πατέρα της Δία κι εκείνη του προτείνει να μείνει ο Οδυσσέας βασιλιάς σ’ όλη του τη ζωή και να πέσει λήθη στους εκδικητές για να ξεχάσουν τον εξολοθρεμό των παιδιών τους και των αδελφών τους. ‘Ετσι οι εκδικητές ενώ ξεκινούν εναντίον του Οδυσσέα, για να έρθουν στο σπίτι του Λαέρτη, η θεά Αθηνά ενισχύει με δύναμη το Λαέρτη και τον ξανανιώνει. ‘Ετσι για μια ακόμη φορά νέος, πιάνοντας ένα ακόντιο το εκσφενδονίζει στον Ευπείθη και τον σκοτώνει. 

ω Οδυσσείας
ὣς φάτο, Λαέρτης δ' ἐχάρη καὶ μῦθον ἔειπε·
"τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω·
υἱός θ' υἱωνός τ' ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσι."

τὸν δὲ παρισταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
"ὦ Ἀρκεισιάδη, πάντων πολὺ φίλταθ' ἑταίρων,
εὐξάμενος κούρῃ γλαυκώπιδι καὶ Διὶ πατρί,
αἶψα μάλ' ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος."

ὣς φάτο, καί ῥ' ἔμπνευσε μένος μέγα Παλλὰς Ἀθήνη.        520
εὐξάμενος δ' ἄρ' ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
αἶψα μάλ' ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος
καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου.
ἡ δ' οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός·

δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ.
ἐν δ' ἔπεσον προμάχοισ' Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός,
τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι.
καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ θῆκαν ἀνόστους,



ΤΟ ΕΚΤΟΞΕΥΜΕΝΟ ΔΟΡΥ Paul Manship 1921