Phoenix by Stolvezen
Ὀδυσσέως σχεδία.
Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.
Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. O Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.
Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σε μια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.
Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι·
βῆ ῥ' ἴμεν εἰς ὕλην· τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν
ἐν περιφαινομένῳ. δοιοὺς δ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας· ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ' ἐλαίης.
τοὺς μὲν ἄρ' οὔτ' ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων,
οὔτε ποτ' ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν,
οὔτ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές· ὣς ἄρα πυκνοὶ 480
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς· οὓς ὑπ' Ὀδυσσεὺς
δύσετ'. ἄφαρ δ' εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν
εὐρεῖαν· φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή,
ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι
ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐν δ' ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων.
ὡς δ' ὅτε τις δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ
ἀγροῦ ἐπ' ἐσχατιῆς, ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι,
σπέρμα πυρὸς σῴζων, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὕοι, 490
ὣς Ὀδυσεὺς φύλλοισι καλύψατο. τῷ δ' ἄρ' Ἀθήνη
ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦ', ἵνα μιν παύσειε τάχιστα
δυσπονέος καμάτοιο, φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας
Όπως όταν δαυλό κρύψει κάποιος σε στάχτη μελανή,όπου δεν υπάρχουν άλλοι γείτονες
το σπέρμα του πυρός σώζοντας για να μην ανάψει πουθενά απ΄αλλού, έτσι ο Οδυσσέας με φύλλα ελιάς και αγριελιάς καλύφθηκε και η Αθηνά ύπνο του έδωσε για να παύσει η μεγάλη κούραση τα βλέφαρα αμφικαλύψασα
Σπόροι Φωτιάς
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπέρμα Πυρός