Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Ομηρική απαγγελία


Hubert Robert (Paris 1733 1808), Homère aveugle chantant sous la statue de Diane.

Ο  Όμηρος απαγγέλλει..... Όμηρο

Σε Υ Οδύσσειας Επιλογή

ὣς φάτο, καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν,
αὐτὴ δ' ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἀπέστιχε δῖα θεάων.
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,
λυσιμελής, ἄλοχος δ' ἄρ' ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα,
κλαῖεν δ' ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο ὃν κατὰ θυμόν,
Ἀρτέμιδι πρώτιστον ἐπεύξατο δῖα γυναικῶν· 60

"Ἄρτεμι, πότνα θεά, θύγατερ Διός, αἴθε μοι ἤδη
ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσ' ἐκ θυμὸν ἕλοιο
αὐτίκα νῦν, ἢ ἔπειτά μ' ἀναρπάξασα θύελλα
οἴχοιτο προφέρουσα κατ' ἠερόεντα κέλευθα,
ἐν προχοῇς δὲ βάλοι ἀψοῤῥόου Ὠκεανοῖο.
ὡς δ' ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι·
τῇσι τοκῆας μὲν φθεῖσαν θεοί, αἱ δ' ἐλίποντο
ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι, κόμισσε δὲ δῖ' Ἀφροδίτη
τυρῷ καὶ μέλιτι γλυκερῷ καὶ ἡδέϊ οἴνῳ·
Ἥρη δ' αὐτῇσιν περὶ πασέων δῶκε γυναικῶν 70
εἶδος καὶ πινυτήν, μῆκος δ' ἔπορ' Ἄρτεμις ἁγνή,
ἔργα δ' Ἀθηναίη δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι.
εὖτ' Ἀφροδίτη δῖα προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον,
κούρῃσ' αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο γάμοιο,
ἐς Δία τερπικέραυνον, - ὁ γάρ τ' ἐῢ οἶδεν ἅπαντα,
μοῖράν τ' ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων, -
τόφρα δὲ τὰς κούρας Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο
καί ῥ' ἔδοσαν στυγερῇσιν Ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν·
ὣς ἔμ' ἀϊστώσειαν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντες,
ἠέ μ' ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις, ὄφρ' Ὀδυσῆα 80
ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην,
μηδέ τι χείρονος ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα.
ἀλλὰ τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν, ὁππότε κέν τις
ἤματα μὲν κλαίῃ, πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ,
νύκτας δ' ὕπνος ἔχῃσιν, - ὁ γάρ τ' ἐπέλησεν ἁπάντων,
ἐσθλῶν ἠδὲ κακῶν, ἐπεὶ ἂρ βλέφαρ' ἀμφικαλύψῃ· -
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν εἴκελος αὐτῷ,
τοῖος ἐὼν, οἷος ᾖεν ἅμα στρατῷ· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
χαῖρ', ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ὄναρ ἔμμεναι, ἀλλ' ὕπαρ ἤδη." 90

Ελεύθερα!


Η ΠΑΡΕΑ: Περί Αρτέμιδος: Η προσευχή της Πηνελόπης στην κόρη του Διός και αδελφή του Απόλλωνος …γλυκοχαράζοντας η ροδοδάκτυλη αυγούλα! Σε Υ Οδύσσειας Επιλογή ὣ...

1 σχόλιο:

  1. ο Όμηρος τραγουδά κάτω από το άγαλμα της Αρτέμιδος.....την προσευχή της Πηνελόπης
    υ Οδύσσειας

    Αυτά είπε, κι ύπνο τού ‘χυσε πάς στα ματόφυλλά του,
    55 και τότες ξανανέβηκε στον Όλυμπο η Παλλάδα.
    Κι ο ύπνος εκείνον έπιανε και τού ‘παιρνε τις ένννιες·
    μα η πολυστοχαζούμενη γυναίκα του ξυπνούσε,
    και κάθιζε στο μαλακό κλινάρι και θρηνούσε.
    Κι αφού η καρδιά της χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
    60 πρώτα στην Άρτεμη η λαμπρή γυναίκα προσευκιέται·
    «Χαριτωμένη μου Άρτεμη, κόρη του Δία, μακάρι
    να μ’ έτρωγε η σαΐτα σου χτυπώντας μου τα στήθη,
    για ας μ’ άρπαζε ολοάξαφνα κι ας μ’ έφερνε ανεμούρα
    στ’ αχνά περάσματα, απ’ εκεί στο ρέμα να με ρίξη
    που καταπίσω τρέχοντας ο Ωκεανός προβάλλει.
    65 Και σαν που άνεμοι πήρανε τις κόρες του Παντάρου,
    που τις αφήκαν οι θεοί πεντάρφανες, πανέρμες,
    κι η Αφροδίτη πήρε τις και γλυκανάθρεψέ τις
    με το κρασί, με το τυρί, με το γλυκό το μέλι,
    70 κι η Ήρα γνώση κι ομορφιά τις χάρισε περίσσια,
    η Άρτεμη τ’ ανάστημα, κι η Αθηνά την τέχνη
    τις έμαθε να φτιάνουνε κάθε δουλειά πιδέξια,
    κι η Αφροδίτη στις κορφές ως ν’ ανεβή του Ολύμπου,
    το Δία το βροντόχαρο για να παρακαλέση,—
    75 γιατί όλα τα κατέχει αυτός, και κάθε ανθρώπου ξέρει
    τη μοίρα και την αμοιριά,—να δώση στις κοπέλες
    του γάμου τις λαμπρές χαρές, τρέξαν οι Άρπυιες τότες,
    κι αρπάξανε τις κοπελιές, στις μαύρες Ερινύες
    τις φέραν και τις δώσανε, για να τις έχουν σκλάβες·
    80 έτσι ας μ’ αφάνιζαν οι θεοί οι αθάνατοι κι εμένα,
    κι ας με βαρούσε η Άρτεμη, που το Δυσσέα στο νου μου
    θωρώντας, στου Άδη τα φριχτά να κατεβώ λημέρια,
    και μήτε ανθρώπου ταπεινού ψυχή να μη γλυκάνω.
    Όμως κι εκείνο υποφερτό· με κλάματα ολημέρα
    να λυώνης κι όμως το βραδύ να σε σκεπάζη ο ύπνος,
    85 που πέφτει στα ματόφυλλα, και μονομιάς τα πάντα,
    και τα καλά και τα κακά στη λησμοσύνη ρίχτει·
    μα εμένα ως και ονείρατα κακά μου στέλνει η μοίρα.
    Και πάλε ετούτη τη νυχτιά κάποιος στο πλάγι μου ήταν,
    που τού ‘μοιαζε σαν που ήτανε με το στρατό σαν κίνα,
    90 και χαίρομουν, τι αληθινό, κι όχι όνειρο το θάρρουν.»

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Εδώ Ομηρούπολη Ονειρούπολη