Η Ακαδημία του Πλάτωνος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Κρατύλος πλην της μεγάλης γλωσσολογικής του αξίας
ανήκει και υπό φιλοσοφικήν έποψιν εις την τελευταίαν συγγραφικήν
περίοδον του Πλάτωνος, διότι θέτει το ζήτημα της χειραφετήσεως της
σκέψεως από τας ατελείας της γλώσσης, το οποίον αναπτύσσεται τελειότερον
εις τον Θεαίτητον και τον Σοφιστήν. Επειδή όμως ο σκοπός της παρούσης
βιβλιοθήκης δεν επιτρέπει να αναλύσωμεν διά μακρών το έργον, θα
περιορισθώμεν να συνοψίσωμεν ενταύθα μόνον, πώς πρέπει να εννοηθή το
γλωσσικόν μέρος, διότι συνήθως εις αυτό δεν αποδίδεται καμμία αξία.
Το μέρος τούτο διαιρείται εις δύο: Το
προπαρασκευαστικόν (σελ. 21 [από: Εις πολλά μέρη …]— 75), [μέχρι δηλαδή
περίπου της φράσεως -Πότε λοιπόν θα απέκαμνε δικαίως-] το οποίον
περιέχει ετυμολογίας όχι καθώς τας εννοούμεν σήμερον, αλλά την μουσικήν ή
λαϊκήν ετυμολογίαν (Wolksetymologie), και την ετυμολογίαν των ριζών (ή
πρώτων ονομάτων, σελ. 75 — 85). — Ενταύθα αρχίζομεν από το δεύτερον.
1. Ο Κρατύλος θέτει καλώς το πρόβλημα της καταγωγής της γλώσσης.
Πρώτη αρχή της γλώσσης είναι οι κρότοι του στόματος
και της ρινός, όχι ακόμη οι μιμητικώς και τεχνικώς διά του λάρυγγος
εξερχόμενοι, αλλά αυθορμήτως και φυσικώς και επιφωνηματικώς κατά τινα
ανάγκην του σώματος, ή πόνον, ή ανησυχίαν, ή πάθησιν.
Τοιούτος κρότος σαφέστατα διακρινόμενος είναι:
Ο κρότος του εμετού (εκ) ο οποίος διεσώθη καλώς εις
την ελληνικήν γλώσσαν ως πρόθεσις &εκ& και είναι η αυτή λέξις με
την γερμανικήν ekel = αηδία.
H ρινοφωνία της πείνης νρ (ν φωνήεν), το οποίον
αρχικώς εσήμαινε πεινώ και τρώγω, και διεσώθη εις το στερητικόν
&αν& και την πρόθεσιν &εν&, τα οποία είναι ακόμη όμοια
εις την λατινικήν γλώσσαν (in). Παρόμοια είναι το λιχουδιστικόν &μλ
μλ&, το θρηνητικόν &i&, το μασητικόν &κα-κα& (γερμ.
Kauen) κτλ.
Οι κρότοι αυτοί και ολίγοι άλλοι παρόμοιοι είναι
τόσον ευδιάγνωστοι, ώστε κάλλιστα έν ζώον όταν δεν βλέπη το άλλο και
ακούη από το στόμα του τον κρότον &εκ&, εννοεί ότι τούτο κάμνει
εμετόν. Αυτή λοιπόν η εξ αποστάσεως ειδοποιητική δύναμις των τοιούτων
κρότων υπέδειξε τα πλεονεκτήματα της στοματικής συνεννοήσεως, και
επίκουρος αυτής ήλθε η ανατομική εξέλιξις και τελειοποίησις των μυών του
στόματος, το οποίον πλέον και άνευ της φυσικής ανάγκης ήτο εις θέσιν
παιγνιωδώς πως να αποδώση εκείνους τους ήχους και κρότους με την
βεβαιότητα, ότι το άλλο ζώον το οποίον ακούει, θα νομίση ότι πρόκειται
περί αληθινού εμετού, ή άλλης αναλόγου φυσικής ανάγκης.
Και από του σημείου τούτου ο κρότος αυτός είναι
καθαρώς γλωσσικής φύσεως, διότι δεν παράγεται αυθορμήτως εκ φυσικής
ανάγκης, αλλά μιμητικώς. Ως τοιούτος γίνεται εξαίρετον όργανον της
νοήσεως, διότι γυμνάζει την ψυχήν εις τας παραστάσεις άνευ των αισθήσεων
και προ πάντων διότι ο κρότος, δηλαδή η λέξις τόρα πλέον, γίνεται
αφορμή προς επανάληψιν και τελειοποίησιν της παραστάσεως. Διότι τόρα
πλέον το εκ δεν σημαίνει μόνον κάμνω εμετόν, αλλά και το
&έξω, εκτός, εξέρχομαι, έξοδος, εξωτερικώς, έξωθεν& κτλ. Δηλαδή
ως ρίζα έχει μουσικόν σημαινόμενον χωρίς να ανήκη εις ωρισμένον μέρος
του λόγου. Ομοίως η ρινοφωνία της πείνης γίνεται εκφραστικός ήχος του
γενικωτέρου νοήματος της στερήσεως, και επί πολύν καιρόν υπάρχει ως
αυθύπαρκτος λέξις αν σημαίνουσα στέρησιν, έως ότου ήλθε η εποχή της συγκολλήσεως των ήχων (συλλαβών), η οποία το κατέστησε στερητικόν α (αν), ενώ η έννοια του τρώγω διεκρίθη πλέον ως έννοια του εντός και έμεινε ως πρόθεσις εν, σημαίνουσα γενικώς &εντός, εισέρχομαι, είσοδος, ένδον& κτλ. Επίσης το θρηνητικόν i
έγινε σύμβολον της θρηνώδους παρακλήσεως και απαιτήσεως και απετέλεσε
μίαν προσταγήν = πήγαινε, απαράλλακτα καθώς διεσώθη εις την λατινικήν ως
προστακτική του ρήματος io (i = πήγαινε), ελληνιστί ίθι. Βαθμηδόν το
αυτό έλαβε και την σημασίαν του πορεύομαι, πορεία, δρόμος κτλ. Αλλά εξ
άλλου έλαβε και την σημασίαν του χαρισμού και εχρησιμοποιήθη αργότερον
ως επίθημα και κατάληξις της χαριστικής πτώσεως (δοτικής) και της
χαριστικής εγκλίσεως, δηλ. της υποτακτικής και ευκτικής.
Ομοίως το ο (οχ) έγινε αρνητικόν ου, ουχί, το χα έγινε χάος, χαίνω, καγχάζω κτλ, το σα ανδάνω, satis, satigen, το λιχουδιστικόν μλ= μέλι, μελωδία, μέλος, μέλει (=έχει τον νουν του στο μέλι) κτλ.
Και διαρκώς πλέον η γλώσσα τροφοδοτεί την διάνοιαν
και η διάνοια ωθεί την γλώσσαν προς άλλα. Το στόμα γίνεται τελειοτάτη
μιμητική μηχανή. Δι' αυτό αρχίζει να μιμήται και ήχους παραγομένους εις
άλλο μέρος του σώματος καθώς είναι ο κρότος της κοιλίας gut και σημαίνει
κυρτός, γύρος, κύκλος, κύμα, κοίλος, έγκυος, ξυν (=έγκυος) κτλ… έπειτα το διεντέρευμα περ (πορ) πέρας, πέρα, περ, περί. Έπειτα χρησιμοποιεί το ε ως προσκλητικόν, και το προσκολλά ως κατάληξιν κλητικής πτώσεως και προστακτικής εγκλίσεως: άγγελε, άγγελε.
Έκτοτε έχομεν την πρώτην πτώσιν και τοιαύτη είναι η κλητική (όχι η
ονομαστική), και την πρώτην έγκλισιν και τοιαύτη είναι η προστακτική
(όχι η οριστική), διότι ο ζωώδης άνθρωπος εκφράζει επιθυμίας και ανάγκας
και όχι ορισμούς και κρίσεις.
Η οριστική έγκλισις παρήχθη αργότερον με μικράν
διαφοράν από την προστακτικήν, σημαίνουσα προσταγήν αξιωματικήν άνευ
αντιρρήσεως και καύχησιν: ου ποιήσεις = δεν θα το κάμης σου λέγω, είμ' Οδυσσεύς= το καυχώμαι.
Οι έξωθεν ήχοι εξηκολούθησαν συμπληρούντες την γλώσσαν. Ο ήχος της βροχής (σρρρ) εσχημάτισε το ρέω ρους
και προ πάντων την κατάληξιν της συρροής και πλησμονής ρός. Ο ήχος της
τριβής εσχημάτισε τα τρίβω, θερμαίνω, τέρπω, — τερος, τρυπώ, τρία. —
τήρ, τής κτλ., ο κρότος του δεικνύοντος δακτύλου εσχημάτισε το γενικόν
δεικτικόν το, το μασσητικόν κα-κα έγινε κακός, κακία κτλ., το καυστικόν δε (=τζιζ) έγινε δας, δαίω, διδάσκω, δαίμων, δη, δήλος, δέω, δεσμός, δέκα, δέχομαι κτλ.
Μίαν τοιαύτην γλωσσικήν αναδρομήν εις τα
στοιχειωδέστερα διά της μουσικής αντιλήψεως των φυσικών ήχων και των
φωνών των ζώων διέγνωσεν ο δαιμόνιος Πλάτων εις τον Κρατύλον του. Και αν
δεν είχε τας σημερινάς ευκολίας της συγκρίσεως των γλωσσών διά να
εξαντλήση όλα τα παραδείγματα, όμως ο συνθετικός του νους και εις
ολίγιστα, πλην ασφαλή, στηριζόμενος έδωκε πλήρεις κανόνας της
γλωσσογονίας.
2. Αι ετυμολογίαι του Κρατύλου είναι μουσικαί ετυμολογίαι.
Ο Πλάτων δεν γνωρίζει την ιστορικήν αλλά την
μουσικήν ετυμολογίαν, η οποία συνήθως συμπίπτει με την ιστορικήν,
πολλάκις όμως δεν συμπίπτει, και τότε παρέχει γλωσσικά φαινόμενα
ανεξήγητα διά την γραμματικήν επιστήμην. Κάλλιστον παράδειγμα τούτου
είναι η υπό του Πλάτωνος ετυμολογία της λέξεως αλήθεια. Η ετυμολογία
αυτή προ πάντων συνετέλεσε να χάση ο Κρατύλος πάσαν υπόληψιν ως μη
γνωρίζων δήθεν το στερητικόν α. Αλλά η σελίς 67 (τέλος) αποδεικνύει ότι ο
Πλάτων γνωρίζει το στερητικόν α ως αυταπόδεικτον και είναι τόσον δεινός παρατηρητής της γλώσσης, ώστε αναλύει τελειότατα το δυσκολώτερον αθροιστικόν α
λέγων εν σελίδι 46: καθώς εις το ακόλουθος και άκοιτις, όπου σημαίνει
το ομού. Και εις την σελίδα 47: «Καθώς λοιπόν τον ομοκέλευθον και
ομόκοιτιν τον ωνομάσαμεν ακόλουθον και άκοιτιν».
Και ερωτώμεν: άραγε ήτο δυσκολώτερον εις τον
Πλάτωνα, ο οποίος ανεζήτει όλους τους γνωστούς τύπους των λέξεων, να
εύρη εις τον δωρικόν τύπον αλάθεια την λθ ρίζαν και το α το στερητικόν (αρνητικόν), παρά το ακόλουθος να το ερμηνεύση ως ομοκέλευθος;
Βεβαίως αυτό δεν είναι δυνατόν, ώστε κάτι άλλο θα συμβαίνη. Και
πραγματικώς η λέξις αλήθεια μετά το αγαθόν έχει εξαιρετικήν θέσιν εις το
γλωσσικόν αίσθημα του Πλάτωνος. Η αλήθεια είναι απαραιτήτως δια τον
Πλάτωνα κάτι τι θείον, είναι άλη θεία= δηλαδή πτήσις θεία.
Την τοιαύτην δε μουσικήν σημασίαν της λέξεως αλήθεια (λαϊκήν
ετυμολογίαν) ο Πλάτων δεν την θυσίαζε απέναντι εκατομμυρίων στερητικών
και αθροιστικών α.
Ευτυχώς τα φαινόμενα της μουσικής ετυμολογίας
βαίνουν εκ παραλλήλου και εις την σημερινήν γλώσσαν, και είναι εύκολον
να καταστήσωμεν το πράγμα αισθητόν. Καθώς η αλήθεια δια τον Πλάτωνα,
ομοίως ιερά και ουράνια λέξις είναι σήμερον δι' ημάς τα χερουβείμ. Όστις ακούει προφερομένην αυτήν την λέξιν είναι αδύνατον να μην ενωτίζεται αυτό το χαίρε.
Ο Πλάτων υπό τας σημερινάς συνθήκας της ορθογραφίας απλούστατα θα
έγραφε το Χερουβείμ με αι (Χαιρουβείμ), καθώς οι τιμωρούμενοι μαθηταί
των σχολείων. Αλλά ερωτώμεν: όσον και αν τιμωρήται ο μαθητής διά να μη
γράφη εν έχειρον (το ενέχυρον), άραγε πιστεύει κανείς εκ των διδασκάλων
ότι αναβιώνει την λέξιν εχυρός και καταστρέφει την κοινήν αντίληψιν (λαϊκήν ετυμολογίαν, volksetymologie) ότι το ενέχυρον είναι στο χέρι; Δι' αυτόν τον λόγον αρχαιόθεν η Ιερουσαλήμ εσχετίσθη με το ιερός και έλαβε δασείαν, ενώ δεν είχε. Διά τον ίδιον λόγον εις παλαιοτέραν εποχήν ο φιλόνεικος εγράφη με ει, διότι δεν ήτο πλέον φίλος νίκης, αλλά φίλος νείκους.
Η μουσική ετυμολογία με πάσαν θυσίαν αποφεύγει την
πλησίασιν ωραίας λέξεως προς άλλην όλως κακέμφατον, ή και απλώς
αντιφατικήν. Εις τοιαύτας περιστάσεις η γλώσσα προτιμά να μην εφαρμόση
τους ευφωνικούς και αναλογικούς κανόνας και να αποτελέση εξαίρεσιν του
κανόνος. Η εξαίρεσις όμως δεν είναι όπως την εννοεί μέχρι σήμερον η
γραμματική, δηλαδή ως φαινόμενον ανεξήγητον και προσκρούον εις τον
κανόνα, αλλά ως φαινόμενον υπαγόμενον εις άλλον κανόνα
καλλιτεχνικώτερον. Και είναι ανάγκη να εξηγηθούν όλαι αι εξαιρέσεις και
να υπαχθούν εις τους κανόνας των, δηλαδή να ευρεθή ο λόγος των, διότι άλλως η γλωσσική έρευνα δεν δύναται να ονομασθή επιστήμη.
Ημείς προσθέτοντες εις την γλωσσικήν επιστήμην πλην
άλλων και τους καλλιτεχνικούς νόμους της μουσικής ετυμολογίας και της
σαφηνείας εξηγούμεν τα δυσλυτώτερα γλωσσικά φαινόμενα. Το αρχαίον υύς (υιός) έπρεπε κατά τους κανόνας της συναιρέσεως να γίνη ύς
δηλαδή χοίρος, αλλ' αντί τούτου εκλώτσησε τον κανόνα και εζήτησε άλλην
διέξοδον, διότι ο υιός δεν γίνεται χοίρος εύκολα. Το νέος έπρεπε ομοίως
να γίνη νους, αλλά νέος και νους συνήθως τουλάχιστον φαίνονται αντιφατικά και δεν πρέπει να σχετίζονται. Το βύρσα έπρεπε να γίνη βύρρα
(άρσεν — άρρεν), αλλά τότε θα έχανε όλην την μουσικήν αλήθειαν (δηλαδή
ετυμολογίαν). Αυτός δε ο λόγος της μουσικής αληθείας ή αντιθέτως
αναρμοστίας έκαμε πλέον και τους τελευταίους σχολαστικούς να αποφεύγουν
τα εκήλησε τα ώτα, διώκει την πόλιν, διότι υπενθυμίζουν τα εκύλησε και διώκει. Η αύξησις μάλιστα αυτή του εις οι ω έχει εντελώς ανάλογον παράδειγμα και εις την αρχαίαν γλώσσαν. Το ωνωμένος του 5ου αιώνος γίνεται οινωμένος εις τον Πλάτωνα (Νόμοι) και τον Αριστοτέλην. Και ενώ τα χειρόγραφα έχουν ανεξαιρέτως με οι, οι γραμματικοί διορθώνουν παντού ωνωμένος δηλ. εισάγουν τον όνον).
Πολύ περισσότεραι εξαιρέσεις της γραμματικής
εξηγούνται με τον νόμον της σαφηνείας, ο οποίος είναι επίσης
καλλιτεχνικός. Ο Brugmann παρατηρεί εις τα φαινόμενα της συναλοιφής
(Σημ. 3) ότι είναι περίεργον, πώς η κράσις εφηρμόσθη εις τόσον ολίγα
παραδείγματα (καγώ, κάτα, τούμπαλιν, τακτός κλ.) Αλλά το φαινόμενον
τούτο είναι μάλλον αποτυχούσα απόπειρα, διότι άλλως θα παρεμορφούτο όλη η
γλώσσα. Ο νόμος της σαφηνείας όμως βοηθούμενος εις πολλά και από την
μουσικήν ετυμολογίαν επανέφερε το ακέραιον. Δι' αυτό εάν το ι της ερωτηματικής και αορίστου αντωνυμίας τι
δεν εκθλίβεται, ο λόγος δεν έγκειται εις την φύσιν του φωνήεντος αυτού,
καθώς προσπαθούν να εύρουν πολλοί μεταφυσικώς, αλλά διότι το τι με έκθλιψιν θα συνέπιπτε προς το τε
με έκθλιψιν και η τοιαύτη συνάντησις φέρει ανεπανόρθωτον σύγχυσιν,
διότι δεν βοηθεί ούτε η θέσις της λέξεως ούτε ο τονισμός. Ενώ λόγου
χάριν το νά συμπίπτει μεν και αυτό φαινομενικώς, διακρίνεται όμως ευκόλως διά του τονισμού.
Η επιστήμη αντί να θαυμάζη τον Κρατύλον σήμερον, τον
προπηλακίζει μη εννοούσα το βαθύ νόημα του γενάρχου αυτού της
γλωσσολογίας. Λόγου χάριν ο Πλάτων παράγει το άνθρωπος από το αναθρώσκω
όπα. Η γλωσσολογία αντιτείνει από το ανήρ όψ. Επίσης του Delbrück δεν
του αρέσει ότι το σώμα παράγεται από το σώος σώζω, οιονεί σώσμα, αλλά το θέλει από το σκυλεύω.
Και όμως τι λέγουν τάχα καλλίτερον περί του Αγαμέμνονος (σελ. 27 — 28) ή τι θαυμασιώτερον ημπορούν να ειπούν περί του δαίμονος (σελ. 33). Η μουσική ετυμολογία του ευφροσύνη από το ευφεροσύνη (σελ. 71) όχι μόνον επικυρώνεται από τον ίδιον Πλάτωνα εις τον Σοφιστήν: παραφροσύνη = παράφορος σύνεσις (σελ. 29, ιδέ και σελ. 28 την παράθεσιν των λέξεων διαφθοράν διαφοράν, η οποία είναι ετυμολογικόν σχήμα κατά τα Ομηρικά: εις άλα άλτο και θεοί θέσαν), αλλά και από όλην την Ελληνικήν γλώσσαν, η οποία έδωσε εις την παραφοράν την σημασίαν της παραφροσύνης.
Άλλως ο Πλάτων τας περισσοτέρας ετυμολογίας τας
κάμνει ως προγύμνασιν και ως παραδείγματα ευλογοφανή, εις τα οποία δεν
επιμένει πάντοτε, αλλά μόνον ζητεί δι' αυτών να σχηματίση έν σύνολον
κανόνων, διά να ανέλθη εις την πρώτην αρχήν της γλώσσης και ερευνήση την
σχέσιν αυτής προς την διάνοιαν. Κατά τούτο δε ακριβώς αναδεικνύεται και
θείος εις τον Κρατύλον.
ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑΣ