Odysseus in Hades, William Russell Flint
Ταξίδι στον Άδη
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ στον Άδη ετοιμάστηκε από τους θεούς κρυφά, στα βάθη της Οδύσσειας, ενώ ο Οδυσσέας και οι αναγνώστες αγνοούσαν τι συνέβαινε. Η απόφαση ανήκει στον Δία, η Περσεφόνη συγκατανεύει, αφού στέλνει μέχρι τον λάκκο, ο οποίος είναι γεμάτος αίμα, τον χορό των αρχαίων ηρωίδων, και η Κίρκη συμβουλεύει και καθοδηγεί, έστω και από απόσταση.(63) Οι θεοί αποφασίζουν να αποκαλύψουν στον Οδυσσέα το πεπρωμένο του, να του δείξουν το βασίλειο του θανάτου και μέσα απ' αυτόν, να το αποκαλύψουν στον «δεύτερο Όμηρο» και σ' όλους εμάς.
Ενώ αναχωρεί για τον Άδη, ο Οδυσσέας κλαίει και θέλει να πεθάνει, γιατί είναι ο πρώτος άνθρωπος που κάνει το ταξίδι στο βασίλειο των νεκρών. Όταν επιστρέφει, η Κίρκη τον στεφανώνει μ' έναν θριαμβικό χαιρετισμό:
Παράτολμοι,εσείς που ζώντες κατεβήκατε στον Αδη·
οι πεθαμένοι δυο φορές, όταν οι άλλοι μια φορά
πεθαίνουν.(64)
Κατά πάσα πιθανότητα η Κίρκη ψεύδεται. Γνωρίζει πολύ καλά ότι πριν από τον Οδυσσέα δύο άλλοι ήρωες είχαν κατέβει στον Άδη: ο Πειρίθους και ο Θησέας. Ο Πειρίθους ήθελε να παντρευτεί την Περσεφόνη και ο Θησέας τον συνόδευσε ως εκεί. Και οι δύο έφτασαν στα βάθη του Άδη και έλαβαν μέρος σ' ένα συμπόσιο, ως φιλοξενούμενοι, μαζί με τους θεούς του σκότους. Αλλά τους εξαπάτησαν: ο Άδης τους έβαλε να καθίσουν στον θρόνο της Λησμονιάς (μια λέξη που ο Οδυσσέας θα αγαπούσε), όπου οι δύο ήρωες έμειναν «κολλημένοι, δεμένοι με οφιοειδή δεσμά». Ο Πειρίθους έμεινε φυλακισμένος για πάντα στον Άδη και στη Λησμονιά, ενώ ο Ηρακλής ξύπνησε τον Θησέα από τη λήθη και τον οδήγησε στην Αθήνα.(65)
Ένας ακόμη ήρωας κατέβηκε στον Άδη πριν από τον Οδυσσέα, ο Ηρακλής, αλλά αυτός, στην Οδύσσεια, είναι ταυτοχρόνως χθόνια και θεϊκή μορφή του Ολύμπου. Τον είχαν συνοδεύσει η Αθηνά και ο Ερμής κι έπρεπε να ελευθερώσει τον Θησέα και να δαμάσει τον Κέρβερο. Θύμα της ύβρεώς του, εισέβαλε βίαια στον Άδη με το σπαθί υψωμένο ενάντια στο φάσμα της Γοργούς, παραβιάζοντας τα μυστικά του σκότους. Ξύπνησε τον Θησέα και νίκησε τον Κέρβερο. Και στην Οδύσσεια επίσης, ο Ηρακλής κυριεύεται από ασυγκράτητη βία. Όπως ο Απόλλωνας στην αρχή της Ιλιάδας, είναι «όμοιος με τη νύχτα»: σφίγγει το τόξο με το βέλος στη χορδή, φέρει στο στήθος του χρυσή ταινία στολισμένη με σκηνές θηρίων και φόνων, και τριγυρίζεται από ένα μονότονο σκούξιμο τρομαγμένων ίσκιων.(66)
Το ταξίδι του Οδυσσέα είναι σύντομο. Σε λίγες ώρες, το καράβι αφήνει τις ακρότατες ανατολικές θάλασσες, μπαίνει στον Ωκεανό, περιπλέει το βόρειο τμήμα της σφαίρας και το βράδυ φτάνει στον Άδη.(67) Σχεδόν ολόκληρο το ταξίδι γίνεται κάτω από το προστατευτικό σημείο του Ωκεανού: ο μέγας ποταμός, όμοιος με φίδι ουροβόρο (ouro-boros), που τυλίγει τη γη με την ασταμάτητη ροή του και την ποτίζει με τα νερά του. Έχει την αρετή της ζωής και της αιώνιας γονιμότητας. Κάθε βράδυ ο ήλιος πέφτει εκεί και κάθε αυγή ξαναβγαίνει, εκεί υψώνονται τα Ηλύσια Πεδία, η χώρα των Εσπερίδων και οι χώρες των Αιθιόπων, όπου ο Ωκεανός στέλνει τους ανέμους και τις γονιμοποιητικές πνοές και κάνει να φυτρώσει μια πλούσια χλωρίδα. Μέσα από υπόγειες διαδρομές, τα νερά του τροφοδοτούν τις πηγές και τα ποτάμια, ταΐζουν τη γη, μας εξαγνίζουν και μας βαφτίζουν στην αρχέγονη ουσία. Και η αμβροσία ακόμη, η τροφή των θεών, προέρχεται από τον Ωκεανό και τα περιστέρια τη μεταφέρουν με το ράμφος τους στον Δία, προσφέροντας στους θεούς την αθανασία.(68)
Ο Οδυσσέας διατρέχει τον Ωκεανό και ενδεχομένως διακρίνει από μακριά τα Ηλύσια Πεδία, την εικόνα της ευτυχισμένης ύπαρξης, απ' την οποία εκείνος βρίσκεται τόσο μακριά. Διασχίζοντας τα νερά της αιώνιας γονιμότητας, φτάνει στο αντίθετό τους, στον Άδη, τον τόπο της στειρότητας και του απόλυτου θανάτου. Κατά τη δύση, το καράβι προσεγγίζει τη χώρα των Κιμμερίων, τυλιγμένη στην ομίχλη και στα αδιαπέραστα σύννεφα, όπου ο ήλιος δεν διεισδύει ποτέ. Ο Οδυσσέας άγγιξε το βασίλειο του «ολέθριου σκότους»(69) και μένει εκεί για μια νύχτα. Όταν πλησιάζει στον Άδη, καμιά φωτιά, κανένα φως δεν τον φωτίζει: βασιλεύει η έντονη μυρωδιά των φασμάτων και δεν αντιλαμβάνεται, δεν βλέπει τίποτε - ούτε τον Τειρεσία ούτε τη μάνα του, ούτε τον Αχιλλέα, τον Μίνωα ή τον Ωρίωνα, που βρίσκονται πιο πέρα. Μονό η αγάπη του Ομήρου για την αναληθοφάνεια του επιτρέπει να δει τα φάσματα και να μας μιλήσει γι' αυτά.
Κατ' αρχάς ο Οδυσσέας φτάνει κοντά στα δάση της Περσεφόνης και αντικρίζει τις λεύκες, ένα δέντρο χθόνιο, και τις ιτιές, ένα φυτό στείρο, του οποίου οι καρποί δεν ωριμάζουν: στείρο, σαν το βασίλειο των νεκρών, ένα φυτό το οποίο, κατά την κλασική ιατρική, φέρνει το τέλος της ερωτικής επιθυμίας και τη διακοπή της κύησης.(70) Κοντά στα δάση της Περσεφόνης εκβάλλουν τα ποτάμια του Άδη: ο Αχέροντας, ο Πυριφλεγέθων, ο Κωκυτός, η Στύγα: το «ποτάμι του πόνου», το «ποτάμι που λάμπει σαν τη φωτιά», «το ποτάμι του παράπονου», «το ποτάμι του μίσους και της ανατριχίλας», που όλα χύνονται με πάταγο το ένα μέσα στ' άλλο. Κατά τη νυχτερινή επίσκεψη του Οδυσσέα πρέπει στο βάθος να φανταστούμε, αν και το κείμενο δεν κάνει κανέναν υπαινιγμό, τον εκκωφαντικό θόρυβο των νερών.
***
Στους μυημένους δείχνουν ένα στάχυ υψωμένο. Αυτή η ελευσίνια τελετουργία είναι ένα από τα σύμβολα του ελληνικού και του χριστιανικού πολιτισμού, καθώς γύρω από τούτη την κίνηση συγκεντρώνονται οι φράσεις όλων των εποχών: «Από τους νεκρούς προέρχεται η θρέψη, η ανάπτυξη και ο σπόρος»· «ο θάνατος για τους θνητούς δεν είναι κακό, αλλά αγαθό»· «εκείνο που σπέρνεις δεν ζωο-ποιείται, αν πριν δεν πεθάνει»· «αληθινά, αληθινά, σας λέω: εάν ο σπόρος του σταριού που πέφτει στη γη δεν πεθάνει, απομένει μόνος· αν αντιθέτως πεθάνει φέρει πο-
λύν καρπό».71 Όλα, στον λόγο κάθε εποχής και κάθε πολιτισμού, δοξάζουν τον κύκλο θάνατος-ανάσταση, κάτω από τον αστερισμό του οποίου γεννιέται η Δύση. Πρέπει να σαπίσουμε, σαν τους νεκρούς σπόρους, γιατί μόνο αν πεθάνουμε, από τη γη και από μας τους ίδιους θα αναπτυχθεί ο νέος σπόρος ο οποίος μας εξασφαλίζει τα σπέρματα που έχουμε ανάγκη. Δίχως αυτή την παραδοχή και τη μεταμόρφωση του θανάτου, η Δύση δεν θα είχε μάθει την τέχνη της οδυνηρής και χαρούμενης μεταμόρφωσης. Η Ελευσίνα και οι ποιητές μας διαβεβαιώνουν ότι εκεί κάτω, μέσα στη νύχτα, υπάρχει μια νέα αρχή, μια ευτυχισμένη ζωή, μια ελπίδα κι ένα φως, ένα «μέγα φως», «ένα θαυμαστό φως», που φωτίζει τη νύχτα.
Αγνοούμε αν ο Όμηρος γνωρίζει αυτές τις εικόνες, ή ένα μέρος τους. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια δεν βρίσκουμε ίχνη τους, αν και ο Όμηρος γνωρίζει πολλά πράγματα στα οποία δεν αναφέρεται ούτε καν για να τα αρνηθεί, ή αρνείται εντελώς την αναπαράστασή τους. Ο ποιητής έχει δύο αντιθετικές εικόνες για το πέραν του τάφου. Η πρώτη μας αποκαλύπτεται συνοπτικά από τον Πρω-τέα: μακριά, στα Ηλύσια Πεδία, εκτυλίσσεται η ίδια ζωή την οποία ο Ησίοδος τοποθετεί στις Νήσους των Μακά-ρων: κάποιοι ήρωες ζουν μια ευτυχισμένη και αθάνατη ζωή, σ' ένα νησί δίχως χειμώνα, βροχές και χιόνια, που γονιμοποιείται από τα νερά και τις ηχερές πνοές του Ωκεανού.72 Εκτός απ' την Ελένη, τον Μενέλαο και τον Ραδά-μανθυ, δεν ξέρουμε ποιος άλλος κατοικεί εκεί. Η δεύτερη εικόνα είναι εκείνη που δίνεται στην ενδέκατη ραψωδία της Οδύσσειας. Δεν υπάρχει ζωή, ούτε νέα αρχή, ούτε ευτυχία, ούτε φως, όπως μαθαίνουμε και από τις παραδόσεις που βρίσκουν την υψηλότερη έκφραση τους στον Πίν-δαρο και τον Σοφοκλή. Ο Άδης, στον οποίο ο Οδυσσέας θα εισέλθει σε λίγο, είναι ο πλέον τρομακτικός τόπος που μπόρεσε ποτέ να παραστήσει η Δύση. Μόνο στειρότητα, ίσκιοι, σκότος, απολίθωση· ούτε καν ένα ελάχιστο ίχνος μνήμης ή ελπίδας, ούτε καν ένα ελάχιστο σημάδι ότι βρισκόμαστε στη διαδικασία του θανάτου και της ανάστασης. Το να φανταστεί κανείς ένα τοπίο φτιαγμένο μόνο από θάνατο είναι αδύνατο, γιατί η ανθρώπινη φαντασία είναι υποχρεωμένη να βάλει έστω και μια πινελιά φωτός. Ο Όμηρος όμως το κατορθώνει με μια τρομακτική συνέπεια.